Η Ελλάδα και η Ισπανία μοιράζονται μια δυσάρεστη πρωτιά: Έχουν το υψηλότερο ποσοστό νέων ανθρώπων (20-34 ετών) στην Ευρωπαϊκή Ένωση που εργάζονται σε θέσεις εργασίας κατώτερου επιπέδου από αυτό που θα μπορούσαν με βάση το μορφωτικό τους επίπεδο.
Σχεδόν 4 στους 10 Έλληνες και 37% των Ισπανών αυτής της ηλικίας είναι “υπερεκπαιδευμένοι” για τις δουλειές τους.
Η Ελλάδα βρίσκεται σε μια δυσμενή θέση σε σχέση με την αναντιστοιχία μεταξύ εκπαιδευτικής κατάρτισης και απασχόλησης των νέων εργαζομένων ηλικίας 20 έως 34 ετών.
Περίπου τέσσερις στους δέκα Έλληνες (38%) αυτής της ηλικίας εργάζονται σε χαμηλότερου επιπέδου επαγγέλματα από αυτό που θα μπορούσαν να επιδιώξουν βάσει του μορφωτικού τους επιπέδου, κατατάσσοντας τη χώρα ως τη χειρότερη στην ΕΕ.
Η κατάσταση αυτή έχει αρνητικό αντίκτυπο στην απασχολησιμότητα των νέων και στη διατήρηση υψηλών επιπέδων δομικής ανεργίας.
Παρά τη μείωση της ανεργίας των νέων στο 19,4%, το πρόβλημα της αναντιστοιχίας μεταξύ εκπαιδευτικής κατάρτισης και απασχόλησης παραμένει.
Οι παράγοντες που οδηγούν σε αυτήν την κατάσταση περιλαμβάνουν την αποσύνδεση μεταξύ του εκπαιδευτικού συστήματος και των αναγκών της αγοράς εργασίας, με αποτέλεσμα την υπερπαραγωγή πτυχιούχων σε ορισμένα πεδία.
Επιπλέον, η διαφορά μεταξύ των προσόντων και του είδους της απασχόλησης εξηγεί το φαινόμενο του brain drain, καθώς οι νέοι επιστήμονες φεύγουν μαζικά από την Ελλάδα για καλύτερες εργασιακές ευκαιρίες στο εξωτερικό. Η ελληνική οικονομία στηρίζεται κυρίως στον τουρισμό, που δημιουργεί θέσεις εργασίας χαμηλών δεξιοτήτων, γεγονός που συμβάλλει στην έλλειψη καλών επαγγελματικών ευκαιριών για τους πτυχιούχους
Η αναντιστοιχία μεταξύ εκπαιδευτικής κατάρτισης και απασχόλησης απαιτεί την ενίσχυση των συνδέσεων μεταξύ της εκπαίδευσης και των πραγματικών αναγκών της οικονομίας για να επιτευχθεί καλύτερη ισορροπία και αποτελεσματική αξιοποίηση των δεξιοτήτων των νέων.
[Πηγή : e-wall.net]