Δεν είναι εύκολο να συμφωνήσουμε για το τι εννοούμε με τον όρο ανθρωπιστικές σπουδές. Υποθέτω ότι μάλλον δεν αφορά τον ανθρωπισμό ως φιλοσοφία της κεντρικής Αξίας του Ανθρώπου.
Κατά τα λοιπά, ποιο από τα ακόλουθα δύο ενδεχόμενα εννοούμε: α) τη διδασκαλία και ενασχόληση με τις ανθρωπιστικές επιστήμες (ιστορία, ψυχολογία, φιλοσοφία, κοινωνιολογία, βιολογία) που σκοπεύουν και στη διανοητική και την ηθική καλλιέργεια του ανθρώπου;
Ή, ακόμα ειδικότερα, β) το μορφωτικό ιδεώδες της Αναγέννησης, με την αγωγή που βασίζεται στη σπουδή της ελληνικής αρχαιότητας; Αυτή είναι μια πρώτη δυσκολία στο θέμα.
Δυσκολία δεύτερη συνιστά το ερώτημα κατά πόσον οι «ανθρωπιστικές σπουδές» είναι ικανές να επιλύσουν τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας – κι αυτό οφείλει να είναι το ουσιαστικότερο θέμα μας.
Στο άρθρο του διακεκριμένου καθηγητή Σ. Ν. Καλύβα «Τι μέλλον έχουν οι ανθρωπιστικές σπουδές;» («Κ», 17.3.24), παρακολούθησα με εξαιρετικό ενδιαφέρον το επιχείρημα για τον θεμελιώδη ρόλο τον οποίον ελπίζεται ότι θα έπαιζαν εκτεταμένες ανθρωπιστικές σπουδές στην ευδαιμονία του λαού.
Ο κ. Καλύβας δεν αναφέρθηκε στο σύνολο των παραπάνω προβλημάτων· η αναφορά του όμως στον ελλειμματικό «ανθρώπινο ψυχισμό» είναι ήδη καίριας σημασίας – και μάλιστα τριπλής, όπως τον περιγράφει: αυτοσυνειδησιακότητα, σχέση με τον Αλλον, νοηματοδότηση βίου.
Διότι πράγματι ο σύγχρονος βίος (ιδίως στην ένδοξη και ενίοτε πτωχοπροδρομική χώρα μας) φαίνεται ότι βαρύνεται με μεγάλο πλήθος αντικοινωνικών δεικτών, όπως προκύπτουν από εντόπιες και διεθνείς δημοσκοπήσεις.
Με συνέπειες όχι μόνον την αύξηση ψυχικών νοσημάτων που αναφέρει ο καθηγητής, αλλά και την προφανή μείωση της παραγωγικότητας και κυρίως της πολιτικής ωριμότητας (με τη γνωστή τάση των ημιμαθών προς τον ολοκληρωτισμό).
Από αυτή λοιπόν την άποψη, κάθε προσπάθεια για την ενίσχυση της διανοητικής και της ηθικής ικανότητας των συμπολιτών μας οφείλει να είναι στόχος κατεξοχήν πολιτικός – παρ’ όλον ότι ετούτη η χειροπιαστή αλήθεια δεν φαίνεται να αναγνωρίζεται απ’ όλα τα προγράμματα σωτηρίας που προτείνονται από τα πολιτικά μας κόμματα.
Κάθε προσπάθεια για την ενίσχυση της διανοητικής και της ηθικής ικανότητας των συμπολιτών μας οφείλει να είναι στόχος κατεξοχήν πολιτικός.
Οπότε, θα θέλαμε οι ανθρωπιστικές σπουδές να αναλάβουν τον πολύ σημαντικό ρόλο της ριζικής βελτίωσης του «ανθρώπινου ψυχισμού» μας, με τις αναμενόμενες πολλαπλές αγαθές συνέπειες. Φοβούμαι όμως ότι για έναν τόσο σημαντικό στόχο οι ανθρωπιστικές σπουδές, με το ειδικότερο στενότερο νόημα που λέγαμε προηγουμένως, δεν φαίνεται να εξαρκούν από μόνες τους: Οι σύγχρονες ανάγκες για γνώσεις θετικών επιστημών και τεχνολογίας, καθώς και για ποικίλες δεξιότητες, είναι πιεστικές. Και απαιτούν καινοτόμες εκπαιδευτικές μεθόδους αλλά και ενθουσιώδη αφιέρωση (αποτέλεσμα πάλι μιας ανθρωπιστικής παιδείας).
Εξάλλου, η ηθοπαιδεία (αναγκαία για την ατομική ευδαιμονία, για τη δημοκρατική συναινετικότητα και για την κοινωνική δικαιοσύνη) δεν επιτυγχάνεται με χρηστομάθειες (ούτε άλλωστε με κομματικές αγριάδες). Επομένως, το ριπίδιο παιδείας που μας χρειάζεται είναι αρκετά ευρύτερο από την καλλιέργεια της γλώσσας, της φιλοσοφίας και των καλών τεχνών.
Ωστόσο, αξίζει να κατανοήσουμε καλύτερα τη συνήθως υποτιμούμενη σημασία της αναγεννησιακής αγωγής: Εκτός από τις εμπειρικώς μετρημένες αγαθές συνέπειές της στη συνεργασιμότητα (άρα και στην παραγωγικότητα), πάμπολλοι άνθρωποι οι οποίοι διεθνώς έχουν τύχει αυτής της αγωγής έχουν όντως καταφέρει ν’ αποκτήσουν μέσα τους πολλαπλά «χερούλια ευτυχίας» – εκτός από την μπριζόλα και τα «δίχτυα».
Ο Αριστοτέλης, αφού αναγνωρίσει όλες τις ηδονές του βίου, καταλήγει λέγοντας ότι ηδονικότερες όλων είναι εκείνες του στοχασμού.
Κι επειδή δικαίως ο κ. Καλύβας αναφέρεται στους ήδη εμφανέστατους κινδύνους από την κυριαρχία της κουλτούρας της εικόνας, ας θυμηθούμε ότι ενώ ο λόγος κινεί τον εγκέφαλο να παράγει εικόνες, μια διήγηση με έτοιμες φυσικές εικόνες ενδέχεται να παρωθεί τον εγκέφαλο σε ακινησία.
Ενα γιατρικό είναι όντως η μύηση στις χαρές που δίνουν οι ποικίλες χροιές της γλώσσας, καθώς φέρνουν μπροστά μας αναπάντεχο πλήθος εννοιών («αι στοχαστικαί ηδοναί»).
Και διότι, καλή ‘ναι κι η ρετσίνα – αλλά ποιος δεν ποθεί τον σπινθηροβόλο καμπανίτη. Λέμε τώρα…
O κ. Θ. Π. Τάσιος είναι ομότιμος καθηγητής του ΕΜΠ.
[Πηγή :kathimerini.gr]